- ἀμυγδάλεος
- ἀμυγδάλεος, vom Mandelbaum
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀμυγδάλεον — ἀμυγδάλεος masc acc sg ἀμυγδάλεος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλέοισιν — ἀμυγδάλεος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλέα — ἀμυγδαλέᾱ , ἀμύγδαλος fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀμυγδαλέᾱ , ἀμυγδάλεος fem nom/voc/acc dual ἀμυγδαλέᾱ , ἀμυγδάλεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλέας — ἀμυγδαλέᾱς , ἀμύγδαλος fem acc pl (epic ionic) ἀμυγδαλέᾱς , ἀμυγδάλεος fem acc pl ἀμυγδαλέᾱς , ἀμυγδάλεος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… … Dictionary of Greek